Στο μικρό του εργαστήρι στην Αρχαία Ολυμπία, ένας καλλιτέχνης της μελανόμορφης αγγειογραφίας, ίσως και ο μοναδικός στο είδος του – κόντρα στην τεχνολογική επανάσταση – συνεχίζει να δημιουργεί έργα τέχνης. Είναι ο Σάκης Δούλας ή «πιττόρος» (από την Ιταλική λέξη «pittore» που σημαίνει ζωγράφος). Εκεί, σε τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, κρύβεται ένας μικρός θησαυρός της σύγχρονης πολιτιστικής μας κληρονομιάς, έργα τέχνης απαράμιλλης ποιότητας και αισθητικής, κλασσικά έργα που διαιωνίζουν την αρχαία τεχνική της μελανόμορφης αγγειογραφίας, με μέθοδο που μόνο το χέρι μπορεί να αποδώσει.
Ξεκινώντας από το αγγείο όπως το παίρνει από το φούρνο, σχεδιάζει με το μολυβάκι το αρχικό σχέδιο και πάνω εκεί, σιγά-σιγά και μεθοδικά, αρχίζει να βάφει με το πινελάκι λεπτές και σίγουρες γραμμές για να αποδώσει το φόντο, τη μορφή ή το γεωμετρικό σχέδιο. Αγγεία σε όλες τις διαστάσεις, από μινιατούρες δυσεύρετες ύψους μόλις 5 εκατοστών, έως αμφορείς και πιάτα, μπιζουτιέρες και κύπελλα. Αφήνοντας το βλέμμα σου να εξερευνήσει το χώρο γύρω σου, νομίζεις πως μεταφέρεσαι σε κάποιο αρχαίο εργαστήρι της Αθήνας του 5ου αιώνα, τότε που γνώρισε άνθιση ο αγγειογραφία, με τον μελανόμορφο και ερυθρόμορφο ρυθμό, με τις πλήθους μυθολογικές παραστάσεις εμπνευσμένες από τους αρχαίους μύθους, με τα χρώματα και τα γεωμετρικά σχέδια που σου δημιουργούν μια αίσθηση ηρεμίας.
Όντας μοναδικός στο είδος του – και ίσως ο τελευταίος – συνεχίζει μια τέχνη αρχαία και σπουδαία, με τρόπο που κανένα κομπιούτερ δεν μπορεί να αναπαράγει, κανένα άψυχο μηχάνημα δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Είναι από τις λίγες πραγματικά δουλειές που η «χρήση» της τεχνολογίας είναι παντελώς ανούσια και αναποτελεσματική.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης που είχαμε εκείνη τη μέρα, ο ίδιος μου είπε:
– «Η μεγάλη υπομονή με λεπτομερή δουλειά και με απαγορευτικό του λάθους, φέρνει αυτό το αποτέλεσμα. Αυτό παρατηρούν και οι επισκέπτες ή τουρίστες που έρχονται να αγοράσουν, λέγοντας πως, όταν βλέπουμε τα αγγεία από έξω απ’ τη βιτρίνα δείχνουν πολύ όμορφα, αλλά όταν μπαίνουμε μέσα και τα βλέπουμε από κοντά, είναι τέλεια!»Ο Σάκης ξεκίνησε το 1968 ως μαθητής του Βίκτωρα Κολή, ή «ΒΙΚΤΩΡ». Το 1972 άνοιξε το δικό του εργαστήριο στην Ολυμπία. Η καταγωγή του είναι από το γνωστό «χωρίον ο Πόθος» του αείμνηστου Χατζιδάκι.
Κάποια στιγμή, μπήκε στο εργαστήρι ένας παλιός του γνώριμος, ένας κύριος που μιλούσε σπαστά ελληνικά και αφού τον χαιρέτισε, γύρισε στους μαθητές του και τους είπε: «he is one of the best painters in Greece!», εξηγώντας τους πως όλα είναι χειροποίητα και δουλεμένα στο χέρι και πως κάνει μια τέχνη που είναι σπάνια πλέον. Ο κύριος αυτός έμαθα, αφού έφυγε, πως ήταν φωτογράφος και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών (The Evergreen State College) στην Ολυμπία της Ουάσιγκτον! Τι όμορφη σύμπτωση αλήθεια!
Το «Ατελιέ Εξεκίας» όπως ονομάζει το μικρό του εργαστήρι, αποτέλεσε αντικείμενο σχολιασμού για το μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο σε θέματα τουρισμού παγκοσμίως το «Fodor’s», το οποίο ανάμεσα στα άλλα, έγραψε:
«At Atelier Exekias, Sakis Doulas, sells exquisite hand made and hand painted ceramic bowls and urns, fashioned after finds in Ancient Olympia. The glazes and colors are beautiful»Πραγματικά εντυπωσιακή δουλειά, που προκαλεί τον θαυμασμό σε όποιον είναι λάτρης της τέχνης γενικότερα. Με τα εξαιρετικής λεπτομέρειας αγγεία, με τεχνική που απαιτεί ακρίβεια και ταλέντο, ένα απλό αγγείο μετατρέπεται σε έργο τέχνης, που είναι μοναδικό και δεν έχει αντίγραφο. Αυτό και μόνο αξίζει την προσοχή και το θαυμασμό μας, σε μια εποχή που έχουμε μάθει στο γρήγορο και το φθηνό.
Δυστυχώς όμως που, παρ’ όλη την τέχνη του, δυσκολεύεται πολύ να αντέξει και αυτός στην «αγορά», παρ’ ότι τα έργα του υπερέχουν των φθηνών απομιμήσεων. Η αξία τους, ακριβώς επειδή είναι μοναδικά το καθένα ως έργο, δεν μπορεί παρά να έχει και υψηλή τιμή.
Είναι θλιβερό να χάνεται μια τέτοια τέχνη, που μόνο και μόνο επειδή παράγει τόσο μοναδικά αντικείμενα θα έπρεπε να είναι η αιχμή του δόρατος για την τουριστική εικόνα της χώρας μας με το να προβάλλονται σε κάθε τουριστική βιτρίνα και όχι να προτιμούνται τα φθηνά υποκατάστατα που εισάγονται από χώρες του εξωτερικού και που απαξιώνουν την ελληνική τουριστική αγορά. Είναι ίσως το μεγάλο κόστος αλλά και τα χέρια που δεν υπάρχουν πια να την δουλέψουν, που καθιστούν την προώθηση στην αγορά ενός τέτοιου έργου τέχνης ασύμφορη, αλλά ακόμα και έτσι, θα έπρεπε η πολιτεία να έχει φροντίσει να αξιοποιήσει αυτούς τους θησαυρούς, όπου υπάρχουν, χρηματοδοτώντας ακόμα, αυτούς που πιστά συνεχίζουν την παράδοση.