Ελληνική παραδοσιακή τέχνη. Πινακωτή και πεσκίρι. Η ξύλινη ειδική κατασκευή που χρησίμευε για να ωριμάσει το ζυμάρι για το ψωμί. Το πεσκίρι ή πισκίρι ήταν η μακρόστενη πετσέτα που το σκέπαζε και ήταν συνήθως διακοσμημένη στο χέρι με κόκκινα μοτίβα λουλουδιών, συνήθως απείρανθου.
Greek traditional furniture. Pinakoti and peskiri. pinakoti is the special wooden construction that served to mature the dough for the bread. The peskiri or piskiri was the elongated towel that covered it, embroidered by hand with greek floral designs.

Πινακωτή
Η πινακωτή ήταν εξάρτημα (συνήθως ξύλινο και στενό) όπου τοποθετούσαν το ζυμάρι για να φουσκώσει κατά την παραδοσιακή μέθοδο παρασκευής ψωμιού. Συνήθως είχε πολλά χωρίσματα, ένα για κάθε καρβέλι.
Ένα κομμάτι ζυμάρι που υπήρχε φυλαγμένο από το ψωμί της προηγούμενης εβδομάδας, δουλεύεται με νερό και αλεύρι, έτσι που να γίνει πηκτός χυλός.
Τον άφηναν κουκουλωμένο με μάλλινη κουβέρτα όλη τη νύχτα. Μ’ αυτή τη μαγιά, πολλή πρωί την άλλη μέρα ζυμώνεται το ψωμί, κουκουλώνεται και πάλι με την κουβέρτα και το άφηναν να ανεβεί. Ύστερα κρατούσαν πάλι ένα κομμάτι ζυμάρι (προζύμι), για να γίνει το ψωμί της επόμενης εβδομάδας.
Με το υπόλοιπο έπλαθαν 3-4 μεγάλα καρβέλια (όσα και οι θέσεις της πινακωτής), που ήταν στρωμένη με βαμβακερές πετσέτες καλά αλευρωμένες. Δίπλωναν τις πετσέτες πάνω από τα ψωμιά και σκέπαζαν την πινακωτή με την κουβέρτα, για να μην κρυώσει η ζύμη και για να φουσκώσει γρήγορα. Όταν φούσκωνε το ψωμί, έβαζαν την πινακωτή στον ώμο και το πήγαιναν στο φούρνο. Εκεί άναβε ο φούρνος με ξύλα και όταν ο φούρνος πύρωνε, έβαζαν με ένα ξύλινο φτυάρι τα ψωμιά.

Πεσκίρι ή πισκίρι
Είδος μπόλιας (πετσέτας) που διαφέρει από τις συνήθεις πετσέτες του προσώπου και των χεριών.
Το πεσκίρι είναι μακρόστενη – ολόκληρα μέτρα – πετσέτα που την χρησιμοποιούν σε συνεστιάσεις χαράς και λύπης. Οι συνδαιτύμονες έτρωγαν τότε καταγής στρωμένοι στο πάτωμα γύρω γύρω στους τοίχους και το πεσκίρι περνούσε από γόνατο σε γόνατο.
Είναι παλιό υφαντό του σπιτικού νοικοκυριού. ‘Ετσι λεγόταν και η μακρόστενη πετσέτα που στρώνονταν στην σκαφίδα (πινακωτή) του ψωμιού για να σκεπάσει το ζυμάρι ώσπου να ωριμάσει («να γίνει»).