Στην «Αγάπη» του Μπουσκάλια, κάπου αναφέρει για ένα περιστατικό που είχε με τους γείτονές του. Του άρεσε λοιπόν ο ήχος που έκαναν τα πεσμένα φύλλα στον κήπο του και γι’ αυτό δεν τα μάζευε όπως έκαναν οι υπόλοιποι, παρά τα άφηνε εκεί που είχαν πέσει στην αυλή του, για να τα πατάει και να χαίρεται…
Με σκέψεις σαν και αυτές, αλλά και με τις εικόνες που θα έβλεπα μπροστά μου, ξεκίνησα το απόγευμα εκείνο της Κυριακής από την Ολυμπία, για να φωτογραφίσω το Δρυοδάσος με τα χρώματα του φθινοπώρου.
«Πιάνοντας» το οροπέδιο της Φολόης, νομίζεις ότι βλέπεις πίνακα ζωγραφικής, με πινελιές-πινελιές πορτοκαλοκίτρινες πάνω στο πράσινο γρασίδι, καφέ σκουριές και κιτρινισμένα χαλιά στην άκρη του δρόμου να ταράζονται και να αλλάζουν σχήμα κάθε φορά που ένα αυτοκίνητο περνά με ταχύτητα.
Έφτασα στο Δάσος. Κατέβηκα στο χώμα, πάτησα πάνω στα κίτρινα φύλλα, τα άκουσα να τρίζουν, μύρισα τη μούχλα και την υγρασία τους, το μάτι μου έψαχνε πεινασμένο τριγύρω να χορτάσει, το αυτί μου στημένο στους ήχους…έγινα ένα με αυτό! Φωτογράφιζα κάθε τι μόνο από διαίσθηση. Εδώ, δεν φτάνει να έχεις καλή μηχανή και φακούς. Εδώ αφουγκράζεσαι την ίδια τη Φύση. Μόνο έτσι καταφέρνεις να την «πιάσεις» μέσα στο σκοτεινό σου θαλαμίσκο, όπου το φως μετατρέπεται σε ηλεκτρικό σήμα και από εκεί «χρωματίζει» τα εικονοστοιχεία του αισθητήρα της.
Δεν με ένοιαζε. Περπατούσα πάνω στο χώμα, τριγύριζα μέσα στο Δάσος, μέχρι που έπιασε να βρέχει. Εκείνη τη στιγμή, βρέθηκα σε ένα καταπράσινο λιβάδι, από εκείνα που έχουν «ανοίξει» οι βοσκοί για να ‘χουν σανό για τα ζώα τους. Έπιασε γερά. Μπήκα στ’ αμάξι. Πήγαινα προς το χωριό. Ψυχή.
Ένας-δυο άνθρωποι και αυτοί βιαστικοί να πάνε στον σπερινό. Ούτε ο καφενές ανοιχτός, ούτε τα τσορομπίλια με τα ποδήλατα.
Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Θα έκανα μερικές ακόμα μιας και είχε αποτελειώσει να βρέχει, δεν ήθελα να φύγω μέχρι να νυχτώσει. Και σχεδόν με στεναχώρια που θα έφευγα, κατέβηκα να τραβήξω ό,τι μπορούσα να κρατήσω εκτός από τη μνήμη μου, στη μνήμη της μηχανής μου.
Άξαφνα, σαν να άκουσε τον πόνο μου, ο ήλιος έβγαλε «κέρατα», έλαμψε το Δάσος, φωτίστηκαν τα δέντρα, ζωντάνεψαν τα πορτοκαλιά και τα κίτρινα! Πανδαισία χρωμάτων.
Η ψυχή μου χάρηκε, το είδα μετά στις φωτογραφίες μου. Τραβούσα σχεδόν μηχανικά – και αμήχανα. Τέτοιες στιγμές δεν θέλω να σκέφτομαι. Έχω ίσως συνηθίσει να «βλέπω» κατ’ ευθείαν αυτό που θέλω να δείξω. Μονάχα βλέπω μέσα από το φακό και «τραβάω» αμίλητος…
Νύχτωσε…Ο ήλιος χάθηκε όσο ξαφνικά βγήκε! Έτσι συμβαίνει συνήθως. Κάποιες φορές ούτε καν προετοιμασμένος δεν είσαι για το αναπάντεχο, πόσο μάλλον να το προλάβεις!
Στο αιώνιο ταξίδι της γαλαζοπράσινης αυτής νησίδας στο άπειρο, ο χώρος, ο χρόνος και η ύλη, θα συνεχίσουν να υπάρχουν για πάντα. Στο Δάσος, απλά τα φύλλα αλλάζουν χρώμα και επιστρέφουν στη γη, για να γίνουν τροφή για τα νέα που θα «πετάξουν» την άνοιξη…
Επειδή τίποτα δεν χάνεται και όλα γυρίζουν πάλι πίσω από εκεί που γεννήθηκαν…
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή κειμένων, φωτογραφιών, γραφικών και εικονογραφήσεων, ή μετάδοση με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, όλου ή μέρους των αναρτήσεων του blog και του site, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη (Νόμος 2121 / 93 άρθρο 14 παρ. 3 Περί πνευματικής ιδιοκτησίας). Οι φωτογραφίες, τα γραφικά και γενικά αρχεία που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα και συνοδεύουν τα άρθρα, την ευθύνη νόμιμης χρήσης τους έχει ο δημιουργός τους.
copyright © 2012 Δημήτρης Παπαϊωάννου
Ωραίο κείμενο για το χωριό μου !!!! Τέλειες φωτογραφίες !!!!!
LikeLike