Ξεκινάς σιγά-σιγά να μπαίνεις στο νόημα για το τι σε περιμένει, μόλις περάσεις του Λάλα και ανηφορίζεις το ύψωμα στο Πούσι. Βλέπεις δεξιά κι αριστερά τις κουμαριές και τις δρυς, πορτοκαλί και καφεκόκκινες να σε καλωσορίζουν στο οροπέδιο. Το πρωινό φως παίζει με τα φυλλώματα και κάνει τα χρώματα του φθινοπώρου να φαντάζουν μάλλον υπερβολικά ζωντανά, δυσπιστώντας κι εσύ ο ίδιος γι’ αυτό που βλέπεις.
Φυλλώματα, κορμοί γεμάτοι βρύα, προϊστορικές φτέρες, μανιτάρια χωμένα ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα- γαλήνη, θαυμασμός και δέος.
Τα τροκάνια ενός κοπαδιού ταράζουν την ησυχία της ψυχής σου προς στιγμήν, αλλά το θεωρείς λογικό να ακούς τα βελάσματα και τα κουδουνίσματά τους. Ούτως ή άλλως οι ντόπιοι βοσκοί, κατακλύζουν καθημερινά το σκιερό δρυόδασος αιώνες τώρα. Ο μουστάκιας τσομπάνος μας σηκώνει το χέρι. – «Από πού είστε ρε παιδιά;» Μετά, ζυγώνοντας μας πιάνει κουβέντα. «Το δάσος είναι Κουμανέικο, αλλά το λένε «Φολόη» από τον Κένταυρο, το Φόλο!» Τα πρόβατα σκορπούν στην παρουσία μας και το κριάρι όλο καμάρι και περιέργεια, σπρωγμένο από την ευθύνη να προσέχει το κοπάδι, σηκώνει το κεφάλι του και οσμίζεται τον αέρα. Μετά, ήσυχα, πιάνει το κλαδί με τα λιγοστά φύλλα στο στόμα του και τρέχει μακριά μας. Το βλέπω να οδηγεί το κοπάδι, στο γνωστό του μονοπάτι, σε ένα ξέφωτο. Θαυμάζοντας το φως που λούζει τις προβιές, τα φύλλα και τις φτέρες, πατάω 5-6 φορές το κλείστρο και φεύγω κι εγώ, αφήνοντας τον κόσμο του δάσους όπως τον βρήκα: ανέγγιχτο και ήσυχο.
Ο βοσκός συνεχίζει να μας λέει για την παράνομη υλοτόμηση και την καταστροφή του δρυοδάσους που γίνεται για το κέρδος. Η ήρεμη και δυνατή φωνή του χάνεται καθώς περπατά και αυτός μακριά μας και ακολουθώντας το κοπάδι, χάνεται στο φως.
Λίγα χιλιόμετρα πιο βαθιά στο δρόμο, βλέπουμε τα πρώτα σπίτια. Ήταν ώρα για τον καφενέ. Κάθισα καταηλιακού. Έφτασε και ο καφετζής με το ντόπιο τσίπουρο. Το ζήτησα αχνιστό, έτσι για να μπω καλύτερα στο πνεύμα του χωριάτικου και του ανεπιτήδευτου.
Ωραίος καιρός. Άνοιξη. Ήλιος με δόντια αλλά η ηρεμία και η μαγεία που σου προσφέρει απλόχερα μια εγκάρδια κουβέντα και η επαφή με τη φύση της Φολόης, είναι αξεπέραστα.
Τέλειωσε η κουβέντα, ρώτησα πώς να πάω στη κοντινή βρύση που με παραξένεψε το όνομα. «Προγιωργούλα». Δεν ρώτησα, αλήθεια είναι. Δεν χρειάζεται να ρωτάς για τα πάντα. Μου αρκούσε που έτσι την είχαν ονομάσει. Κάποια στιγμή θα το ακούσω. Χρόνια τώρα πηγαίνω σε αυτά τα άγρια μέρη. Και ακόμα δεν τα έχω γνωρίσει καθόλου σχεδόν.
Έφτασα στη βρύση. Μαγεία. Τοπίο μυστικιστικό, σχεδόν απείραχτο, ατόφιο.
Μου έκανε εντύπωση ένα δέντρο με τις ρίζες του έξω από το χώμα. Τράβηξα φωτογραφίες. Γύρισα πίσω. Ήθελα να συναντήσω κάποια, κάποιον, να μοιραστώ μαζί του τον ενθουσιασμό μου. Βρήκα δυο-τρεις γυναίκες που κουβέντιαζαν. Είναι συνήθειο να ρωτούν αμέσως μόλις σε δουν: «από πού είσαι εσύ παληκάρι;»
Ήσυχος κόσμος, παραδομένος σε μια ηρεμία διαφορετική. Μακριά από τον «δικό μας» κόσμο, τον γρήγορο, τον τραχύ, τον πεπερασμένο. Εκεί πιστεύω βρίσκεται η ουσία της ζωής. Να γυρίσουμε πίσω απ’ όπου αρχίσαμε. Στη Μήτρα. Στη Φύση. Στη Φολόη.
Μπράβο!!!Υπάρχει μαγεία σε αυτό το δάσος!!!!
LikeLike
Το Δρυοδάσος είναι καταπληκτικό! Και ιδιαίτερα τώρα φαντάζομαι το Μάη.
LikeLike